- πρόβα τζενεράλε, γενική δοκιμή
- l'assaig general
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
πρόβα — ἡ, ΜΝ δοκιμή, ιδίως ενδύματος νεοελλ. 1. δοκιμαστική εκτέλεση μουσικού ή θεατρικού έργου 2. φρ. «πρόβα τζενεράλε» η τελευταία γενική δοκιμή πριν από την παράσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. prova < λατ. probo «δοκιμάζω»] … Dictionary of Greek